- κρίκου
- κρίκοςringmasc gen sgκρίζωcreakaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαχτυλίδι — Βλ. λ. δακτυλίδι. * * * και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον Μ και δακτυλίδιν) [δακτύλιος] κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων τού χεριού,… … Dictionary of Greek
κουλλούρα — και κουλούρα, η (Μ κουλλούρα) ψωμί με στρογγυλό σχήμα και, συνήθως, με τρύπα στη μέση νεοελλ. 1. οποιοδήποτε αντικείμενο έχει στρογγυλό, κυκλικό σχήμα 2. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) μηδενικό 3. (ειρωνικά) το στεφάνι τού γάμου («τήν έβαλε… … Dictionary of Greek
κρικελλοειδής — ές αυτός που μοιάζει με κρικέλλι, που έχει το σχήμα κρίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρικέλλι + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κρικοειδής — ές (Α κρικοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κρίκου («κρικοειδής χόνδρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κρικοποιούμαι — κρικοποιοῡμαι, έομαι (Α) παίρνω το σχήμα κρίκου … Dictionary of Greek
πουρέακος — και πουρίακος, ό, Α είδος σιδερένιου κρίκου που τόν χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο τών χοίρων … Dictionary of Greek
ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους … Dictionary of Greek
κρικοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα κρίκου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκάς — ο (λ. τουρκ.) 1. κρίκος μεταλλικός. 2. ρόπτρο θύρας σε σχήμα κρίκου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)